- στραγεύομαι
- στραγεύομαιloiterpres ind mp 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
στραγεύομαι — Α βλ. στραγγεύω … Dictionary of Greek
στραγεύῃ — στραγεύομαι loiter pres subj mp 2nd sg στραγεύομαι loiter pres ind mp 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στραγεύει — στραγεύομαι loiter pres ind mp 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στραγεύεσθαι — στραγεύομαι loiter pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στράγξ — αγγός, ἡ, Α σταγόνα, σταλαγματιά («ὁ διὰ λεπτοτάτης ὀπῆς κατιὼν σταλαγμός», Σχόλ. Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. στράγξ, γγός (πρβλ. λύγξ, στρίγξ) ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα τής ΙΕ ρίζας *streng «σφίγγω, συμπιέζω, συγκεντρώνω» και συνδέεται με… … Dictionary of Greek
στραγγεύω — μέσ. και δ. γρφ. στραγεύομαι, Α 1. αργοπορώ, χρονοτριβώ 2. φρ. «στραγγευομένη κάθαρσις» αργή κένωση τών εντέρων (Ορειβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < στράγξ, γγός (για τη σημ. του ρ. βλ. λ. στράγξ)] … Dictionary of Greek